- κακοκέφαλος
- η , ο упрямый, бессмысленно настаивающий (на чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοκέφαλος — η, ο επίρρ. α πεισματάρης, ανόητος: Αυτός ήταν πάντα κακοκέφαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοκέφαλος — η, ο 1. ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος 2. ανόητος, απερίσκεπτος. επίρρ... κακοκέφαλα με κακοκεφαλιά, ανόητα, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ξερο κέφαλος, στενο κέφαλος] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοκεφαλιά — η [κακοκέφαλος] 1. η ιδιότητα τού κακοκέφαλου, ισχυρογνωμοσύνη, ξεροκεφαλιά, ανοησία 2. ανόητη πράξη, απερισκεψία … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κεφαλιωμένος — η, ο ισχυρογνώμων, πεισματάρης, κακοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. τού *κεφαλιώνω (< κεφαλή] … Dictionary of Greek